- σωτηρικά
- σωτηρ-ικά, τά, name of a festival, SIG539 A 28 (Delph., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωτηρικός — ή, όν, Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί κάτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σωτηρικά ονομασία τελετής … Dictionary of Greek